Μινέλι, Βινσέντε

Μινέλι, Βινσέντε
(Vincente Minnelli, Σικάγο 1910 – Καλιφόρνια 1986). Αμερικανός σκηνοθέτης, ηθοποιός και παραγωγός. Μεγαλωμένος σε μια θεατρική οικογένεια και με έμφυτη κλίση στο σχέδιο, ξεκίνησε να εργάζεται από τα εφηβικά του χρόνια στον καλλιτεχνικό χώρο στην αρχή ως σχεδιαστής κοστουμιών αλλά και σκηνικών. Μετακόμισε διαδοχικά στη Νέα Υόρκη, αργότερα στο Σικάγο για να καταλήξει στο Χόλιγουντ όπου και παρέμεινε από τη δεκαετία του ‘40 και έγινε εκεί ένας από τους μεγαλύτερους και διασημότερους δημιουργούς ενώ η φήμη του διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ειδικεύτηκε στα μιούζικαλ, στις κωμωδίες και στα μελοδράματα χωρίς ποτέ να λησμονεί την αισθητική και τη ζωγραφική στις ταινίες που δημιουργούσε. Αγαπούσε τα πλούσια σκηνικά, τα κοστούμια, τα έντονα χρώματα και τους συνδυασμούς που αυτά δημιουργούσαν. Παντρεύτηκε την ηθοποιό Τζούντι Γκάρλαντ (1945-51) και είναι ο πατέρας της επίσης ηθοποιού Λάιζα Μινέλι. Κέρδισε Όσκαρ σκηνοθεσίας το 1958 για το φιλμ Ζιζί, ενώ από τις περίπου 50 ταινίες που σκηνοθέτησε ξεχωρίζουν ακόμα: Ένας αμερικανός στο Παρίσι (1951), Μπριγκαντούν (1954), Κισμέτ (1955), Τσάι και συμπάθεια (1956) κ.ά. Εικόνα από ταινία του Βιντσέντε Μινέλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μινέλι, Λάιζα — (Liza Minnelli, Λος Άντζελες 1946 –). Αμερικανίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια. Κόρη του σκηνοθέτη Βινσέντε Μινέλι και της ηθοποιού Τζούντι Γκάρλαντ σπούδασε στη Σορβόνη και στο Herbert Berghof Studio ενώ παράλληλα ακολουθούσε την οικογενειακή… …   Dictionary of Greek

  • Γκάρλαντ, Τζούντι — (Judy Garland, Μινεσότα 1922 – Λονδίνο 1969). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου και τραγουδίστριας Φράνσις Γκαμ (Frances Gumm). Ξεκίνησε στη θεατρική σκηνή σε ηλικία μόλις τριών ετών ως παιδί θαύμα, μαζί με τις… …   Dictionary of Greek

  • μιούζικαλ — Είδος θεατρικού και κινηματογραφικού θεάματος, που εμφανίστηκε κατά τα τέλη του 19ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ και χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη τριών στοιχείων: του πεζού λόγου, του χορού και του τραγουδιού. Το είδος αυτό –που είχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”